Η κατασκευή ισχυρών τειχών σε μια θέση προικισμένη με φυσική οχύρωση καθιστούσε τα Σέρβια ένα φρούριο σχεδόν απροσπέλαστο στους εχθρούς. Η ύπαρξη φυσικών αμυντικών πλεονεκτημάτων ενός χώρου αποτελούσε άλλωστε μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις για την επιλογή της θέσης στην οποία επρόκειτο να δημιουργηθεί μια βυζαντινή πόλη-κάστρο, έτσι όπως περιγράφεται στα στρατιωτικά εγχειρίδια των Βυζαντινών (λ.χ. στα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ’ Σοφού, το Στρατηγικόν του Μαυρίκιου κ.α.). Η φύσει οχυρή θέσης των Σερβίων, που μοιάζουν ‘σκαρφαλωμένα’ στο απόκρημνα βράχια, σε συνδυασμό με την κατασκευή μεγάλων οχυρωματικών έργων στον συγκεκριμένο λόγο, εξασφάλιζε στο έπακρο την προστασία του βυζαντινού οικισμού.
Για την ακριβή χρονολόγηση ανέγερσης του κάστρου των Σερβίων δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες από τις σωζόμενες πηγές. Η στρατηγική σημασία της οχύρωσης της συγκεκριμένης θέσης, επί της μοναδικής διόδου επικοινωνίας της Μακεδονίας με τη Θεσσαλία, θα μπορούσε να σχετίζεται με το οργανωμένο σχέδιο αμυντικής επαναθωράκισης του βυζαντινού κράτους, που εφαρμόστηκε εκτενώς τον 6ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έσπευσε να οχυρώσει καίριες θέσεις, προκειμένου να διασφαλιστούν τα σύνορά της αυτοκρατορίας και οι νέες τις κτήσεις από τις εχθρικές επιδρομές.
Τα νομίσματα που βρέθηκαν στον ευρύτερο χώρο του κάστρου των Σερβίων μάς παρέχουν ένα εύρος διαρκούς κατοίκησης του χώρου από τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια έως και τον 17ο αιώνα μ.Χ. Δεν αποκλείεται στη θέση αυτή ή πλησίον αυτής να προϋπήρχε μια οχυρωμένη θέση ελάσσονος σημασίας με διαφορετικό όνομα. Η περιορισμένη, έως τώρα, ανασκαφική έρευνα στον χώρο των Σερβίων δεν μας επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την χρονολόγηση της ίδρυσης της πόλης και σε αυτό συμβάλλει και η σιωπή των πηγών, στις οποίες δεν έχουν εντοπιστεί έως σήμερα πληροφορίες για την ύπαρξη ισχυρής οχυρωματικής θέσης στην περιοχή ή έστω οικισμού με την ονομασία Σέρβια κατά τα ρωμαϊκά χρόνια ή και παλαιότερα. Από την ανασκαφική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή των Σερβίων, ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις για την κατοίκηση της συγκεκριμένης περιοχής ήδη από τα νεολιθικά χρόνια.
Η ίδρυση των Σερβίων ως οχυρωμένου οικισμού πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά μεταξύ 6ου και 7ου αι. μ.Χ. Από τα τέλη του 9ου αιώνα, πάντως, μαρτυρείται η ύπαρξη επισκοπής Σερβίων, στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Η χωροταξική τοποθέτηση του κάστρου των Σερβίων, κτισμένο στην κορυφή απότομου λόφου, αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού και διεξοδικών περιγραφών ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Τον 11ο αι. ο Κεκαυμένος επισημαίνοντας τη στρατηγική θέση των Σερβίων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σέρβεια πόλις ἐστὶν ὀχυρὰ […] κρημνοῖς τε γὰρ καὶ φάραγξι φοβερωτάταις τὴν ἀσφάλειαν ἐκέκτητο», ενώ ο Γεώργιος Κεδρηνός μας παραδίδει σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τη αμυντική λειτουργία των τειχών των Σερβίων και πώς αυτά δρούσαν σε συνδυασμό με άλλα φρούρια.
Τρεις αιώνες μετά, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός παρουσιάζει μια αρκετά λεπτομερή περιγραφή που βασίζεται στην προσωπική του εμπειρία από την αποτυχημένη πολιορκία της πόλης από τον ίδιο το 1350, που πέρασε όμως με συνθήκη στους Βυζαντινούς αργότερα το ίδιο έτος. Ο Καντακουζηνός κάνει λόγο για μια πόλη διόλου ευκαταφρόνητης σε μέγεθος («οὐ μικρὰ»), που φαίνεται να είναι όλο και πιο μετέωρη όσο πλησιάζει κανείς σε αυτή. Η πόλη αυτή, όπως γράφει ο Καντακουζηνός, περιβάλλεται από βαθιά φαράγγια και είναι χωρισμένη με διατειχίσματα σε τρία τμήματα, με σπίτια τα σπίτια της επάλληλα στα τμήματα της πόλης που μπορούν να κατοικηθούν, ώστε από μακριά να δίνεται η αίσθηση ότι διαθέτει μόνο «ὀλίγας οἰκίας πολυορόφους». Ο Καντακουζηνός περιγράφει επίσης τη χρήση των τριών τμημάτων της πόλης ως εξής: τα δύο κατώτερα τμήματα κατοικούνται από τους πολίτες, ενώ το τρίτο προορίζεται για τον άρχοντα της πόλης. Απότην περιγραφή της πολιορκίας από τον Καντακουζηνό μπορούμε επίσης να συμπεράνουμε ότι υπήρχε και ένα μεγάλο τμήμα των κατοίκων της πόλης, που διέμενε εκτός των τειχών («τῶν τειχῶν οἰκοῦντας ἔξω», «Οἱ ἐπὶ τῆς ἔξω δὲ Σερβίων συνοικίας»), το οποίο εγκλωβίστηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας μεταξύ των δυνάμεων του βυζαντινού αυτοκράτορα και των εξωτερικών τειχών της πόλης.
Γενικότερα, όπως συνάγεται από τις πηγές, το κάστρο των Σερβίων αιώνα περνάει τον 11ο έως και τον 14ο μια ταραχώδη περίοδο με συνεχείς πολιορκίες, παραδόσεις και ανακαταλήψεις: Στα τέλη του 10ου αιώνα υποτάσσεται στον Βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ, ενώ η απελευθέρωση της πόλης έρχεται από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο στις αρχές του 11ου αιώνα, η οποία μάλιστα επιφέρει και την καταστροφή των τειχών ύστερα από διαταγή του τελευταίου, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ανακατάληψης της πόλης από τους εχθρούς. Η πόλη μετά ένα διάστημα κατοχής από τους Φράγκους από το 1204 έως το 1216 περνάει στο Δεσποτάτο της Ηπείρου υπό τον Θεόδωρο Δούκα, ενώ γύρω στο 1230 ανακαταλαμβάνεται από τον Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό, ο οποίος σπεύδει μάλιστα να επισκευάσει τα τείχη της πόλης. Στη συνέχεια, τα Σέρβια παραχωρούνται το 1257 από τη σύζυγο του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού, Θεοδώρα, μετά από διπλωματικές διαπραγματεύσεις στον Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη και υπάγονται πλέον από στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Το 1341 ο Στέφανος Δουσάν, αυτοκράτορας των Σέρβων, καταλαμβάνει το κάστρο των Σερβίων, για να περάσει το 1350 μετά από συνθήκη με τον Δουσάν, στον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ο οποίος ήδη είχε επιχειρήσει δίχως επιτυχία να καταλάβει το κάστρο με πολιορκία. Η τελική κατάληψη του κάστρου των Σερβίων θα γίνει από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ το 1393 και στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί ως χώρος διαμονής του χριστιανικού πληθυσμού της οθωμανικής πόλης, καθώς το μουσουλμανικό στοιχείο επιλέγει να εγκατασταθεί στον πεδινό χώρο κάτω από το βυζαντινό κάστρο. Έως τον 17ο αιώνα, όταν επισκέπτεται τα Σέρβια ο οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, το χριστιανικό στοιχείο υπερτερεί του μουσουλμανικού, ενώ ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα η αναλογία του πληθυσμού είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μουσουλμανικό στοιχείο να είναι το κυρίαρχο.
Ο σχεδιασμός της ιστοσελίδας εντάσσεται στην υλοποίηση της Πράξης «Στερέωση και Αποκατάσταση του Δυτικού Πύργου στο Κάστρο Σερβίων», η οποία υλοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης και συγχρηματοδοτήθηκε από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση/Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Δυτική Μακεδονία» του ΕΣΠΑ 2014-2020