Στη νοτιοδυτική πλευρά της σημερινής πόλης των Σερβίων βρίσκεται ο χώρος της βυζαντινής καστροπολιτείας των Σερβίων, ένας από τους ελάχιστους αρχαιολογικούς χώρους της βυζαντινής εποχής που διατηρούν σχεδόν αναλλοίωτη την αίσθηση μιας βυζαντινής πόλης-κάστρο. Η επιλογή της θέσης του βυζαντινού οικισμού δεν ήταν τυχαία: το κάστρο των Σερβίων είναι χτισμένο στη δυτική απόληξη της οροσειράς των Πιερίων, σε μία σημαντική οχυρή θέση, που καταλαμβάνει τον ανατολικό από δύο δίδυμους λόφους που ορθώνονται πάνω από την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Ο χώρος που επιλέχθηκε να οχυρωθεί περιβάλλεται από βαθιά ασβεστολιθικά φαράγγια: στα δυτικά η χαράδρα της Χούνης χωρίζει τον λόφο των Σερβίων από τα Καμβούνια όρη, ενώ στα ανατολικά η χαράδρα του Αγίου Γεωργίου, που λαμβάνει το όνομά της από την σπηλαιοεκκλησιά του Αγίου Γεωργίου, χωρίζει το λόφο του κάστρου από τις υπώρειες του Τιταρίου όρους.
Η προνομιακή θέση του βυζαντινού οικισμού των Σερβίων, γίνεται εύκολα αντιληπτή ακόμα και στον σημερινό επισκέπτη του αρχαιολογικού χώρου. Ο λόφος των Σερβίων δεσπόζει στην εύφορη πεδιάδα του Αλιάκμονα, μέρος της οποίας πλέον καταλαμβάνεται από την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου, σε μια ιδιαίτερη θέση που επιβλέπουν τον έλεγχο των στενών του Σαρανταπόρου, ενός γεωμορφολογικού ανοίγματος στον ορεινό όγκο, ο οποίος χωρίζει τη Μακεδονία από τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη νότια Ελλάδα. Ελέγχοντας το πέρασμα ενός κατά τα άλλα αδιαπέραστου φυσικού ορίου δύο περιοχών, οι οικισμός των Σερβίων είχε προνομιακή πρόσβαση σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα από την πλούσια πεδινή ενδοχώρα του Αλιάκμονα. Ταυτόχρονα, η γεωμορφολογία της περιοχής, με τα απότομα βουνά και τα βαθιά φαράγγια, παρείχε μεγάλη ασφάλεια, αποτελώντας το ιδανικό γεωστρατηγικό υπόβαθρο για τη δημιουργία πολίσματος στο συγκεκριμένο χώρο.
Η ευρύτερη περιοχή των Σερβίων αποτελεί ακόμα και σήμερα έναν προορισμό στον οποίο ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει ένα εξαιρετικής ομορφιάς φυσικό τοπίο χωρίς μεγάλες παρεμβάσεις από τον άνθρωπο (εάν εξαιρέσει δηλαδή κανείς φυσικά τη δημιουργία των φραγμάτων και της της τεχνητής λίμνης). Η γεωμορφολογία της περιοχής με τον μεγάλο αριθμό των ρεμάτων που εκβάλλουν στον Αλιάκμονα, σχηματίζουν αλλεπάλληλες συστοιχίες υψωμάτων και πλατωμάτων ανάμεσα στους μεγαλύτερους ορεινούς όγκους και τα οροπέδια.
Το νερό είναι ο κυρίαρχος παράγοντας διαμόρφωσης του φυσικού τοπίου. Οι ροές των χειμάρρων και των ποταμών, συγκεντρώσεις νερού και κοιλάδες απορροής σχηματίζουν ένα ενδιαφέρον φυσικό τοπίο το οποίο συμπληρώνεται από τις τεχνητές λίμνες. Ο χρόνος είναι το δεύτερο στοιχείο που διαμόρφωσε το φυσικό τοπίο της περιοχής. Μοναδικές είναι οι φυσικές γεωμορφές, σε σχήμα χωμάτινων κολόνων που προέκυψαν από τον συνδυασμό των στοιχείων του νερού και του χρόνου.
Οι γεωμορφές αυτές, που είναι διακριτές και από τον αρχαιολογικό χώρο των Σερβίων στους γειτονικούς ορεινούς σχηματισμούς, παίρνουν μεγαλύτερες και εντυπωσιακότερες διαστάσεις στα Καμβούνια όρη, όπου και ονομάζονται από τους κατοίκους «μπουχάρια», θυμίζοντας καμινάδες σπιτιών υπερφυσικού μεγέθους. Πάνω από είκοσι τέτοιες κολώνες μπορεί να βρει κανείς στην περιοχή του Μικροβάλτου με το ύψος τους να ποικίλλει από δύο έως και έξι μέτρα. Τα «νοχτάρια» είναι ανάλογοι επάλληλοι κωνικοί σχηματισμοί, που εναλλάσσονται με τα μπουχάρια και σχηματίζουν ένα μοναδικό φυσικό τοπίο. Τα «νοχτάρια» διαφέρουν από τα «μπουχάρια» στο ότι δεν επιστέφονται από σχιστολιθικές πλάκες στην κορυφή.
Στην περιοχή, περίπου σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το ρέμα της Ποταμιάς έχει δημιουργηθεί ένα επισκέψιμο Γεωπάρκο στο Μικρόβαλτο Δήμου Σερβίων (βρίσκεται στο τρίτο χιλιόμετρο του Δρόμου Μικρόβαλτου – Λιβαδερού) με διαδρόμους περιήγησης, κιόσκια και περίφραξη, το οποίο μπορεί ο επισκέπτης να απολαύσει σε συνδυασμό με την επίσκεψη των μεταβυζαντινών ναών στις περιοχές του Τρανόβαλτου, της Βογγόπετρας και του Λιβαδερού. Η περιοχή αυτή αποτελεί μέρος του Γεωπάρκου Γρεβενών-Κοζάνης «Τηθύς», που είναι ένα από τα έξι αναγνωρισμένα Γεωπάρκα της Ελλάδας που έχουν ενταχθεί στον χάρτη Παγκόσμιων Γεωπάρκων της Unesco. Το συγκεκριμένο Γεωπάρκο καλύπτει έκταση γύρω στα 2500 τετραγωνικά χιλιόμετρα με τον ποταμό Αλιάκμονα να αποτελεί τον άξονα που διασυνδέει τα διάφορα σημεία ενδιαφέροντος. Ο αρχαιολογικός χώρων των Σερβίων και τα μεταβυζαντινά μνημεία των Πιερίων και των Καμβουνίων του Δήμου Σερβίων βρίσκονται σε άμεση επαφή με τη φύση και αποτελούν μια εξαιρετική αφορμή για να απολαύσει κανείς την τέχνη και την θρησκευτική κατάνυξη σε συνδυασμό με το μοναδικό φυσικό τοπίο της περιοχής.
Δεν είναι μόνο όμως η ευρύτερη περιοχή του Δήμου Σερβίων που παρουσιάζει φυσιολατρικό ενδιαφέρον. Ο ίδιος ο αρχαιολογικός χώρος της Καστροπολιτείας των Σερβίων βρίσκεται σε άμεση επαφή με το φυσικό περιβάλλον, επιβλέποντας το Μεγάλο Φαράγγι των Σερβίων, που οι ντόπιοι ονόμαζαν «Χούνη». Στο φαράγγι των Σερβίων, το νερό και η διάβρωση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων έχουν διαμορφώσει εντυπωσιακούς σχηματισμούς που έχουν κατά καιρούς κεντρίζουν τη φαντασία των ντόπιων που βλέπουν σε αυτές με ανθρώπινες και ζωικές μορφές, εντάσσοντάς τα στην λαϊκή παράδοση και τις τοπικές δοξασίες. Όπως αναφέρεται από τους τοπικούς ιστορικούς και λαογράφους η Χούνη ήταν εστία δαιμονικών και μαγικών δυνάμεων. Το υπερφυσικό στοιχείο της φαντασίας των ντόπιων σε συνδυασμό με το μεγαλεπήβολο φυσικό τοπίο των λιμνών, των ρεμάτων, των μεγάλων ορεινών όγκων και φυσικά του ερειπιώνα του βυζαντινού κάστρου δημιούργησαν ένα μοναδικό σκηνικό όπου η ιστορική πραγματικότητα μεταπλάθεται σε ένα ιδιόμορφο κράμα τοπικών παραδόσεων.
Ο σχεδιασμός της ιστοσελίδας εντάσσεται στην υλοποίηση της Πράξης «Στερέωση και Αποκατάσταση του Δυτικού Πύργου στο Κάστρο Σερβίων», η οποία υλοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης και συγχρηματοδοτήθηκε από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση/Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Δυτική Μακεδονία» του ΕΣΠΑ 2014-2020